Η σύγχρονη εμμηνόπαυση
Ευτυχώς σήμερα η εμμηνόπαυση δεν αντιμετωπίζεται όπως κάποιες δεκαετίες πριν. Ούτε από τις γυναίκες, που ζούμε κάποια στιγμή αυτήν τη φυσιολογική φάση της ζωής μας, αλλά ούτε και από την κοινωνία ή την επιστημονική κοινότητα. Όλα έχουν καλυτερεύσει και είναι υπέρ μας. Για να διαλευκάνουμε όλα τα σημεία σε σχέση με την εμμηνόπαυση αλλά και με τα όσα μπορούν να μας βοηθήσουν σήμερα, απευθυνθήκαμε σε μία από τις πλέον ειδικούς, την κ. Ειρήνη Λαμπρινουδάκη, καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Της Άννας Δάλλα
Ποια είναι η ηλικία κατά την οποία μπαίνουν οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση;
Η εμμηνόπαυση εμφανίζεται παγκοσμίως γύρω στα 50-51 χρόνια. Η ηλικία αυτή διαφοροποιείται κατά 2-3 χρόνια ανάλογα με την εθνικότητα των γυναικών. Στατιστικά, η νεότερη ηλικία εμμηνόπαυσης αναφέρεται σε γυναίκες από τη Νότια Ασία (48 ετών) και η μεγαλύτερη σε γυναίκες από την Ιαπωνία. Στην Ευρώπη, η ηλικία εμμηνόπαυσης είναι παρόμοια σε όλα τα κράτη και τοποθετείται στα 50 έτη.
Έχει αλλάξει η μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης σε σχέση με το παρελθόν και, αν ναι, γιατί;
Τα τελευταία 50 χρόνια φαίνεται να υπάρχει μια μικρή σταδιακή αύξηση της ηλικίας φυσιολογικής εμμηνόπαυσης παγκοσμίως κατά 6 περίπου μήνες. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη βελτίωση του βιοτικού και κυρίως του μορφωτικού επιπέδου των γυναικών, οι οποίες υιοθετούν έναν υγιεινότερο τρόπο ζωής σε σχέση με το παρελθόν.
Μπορεί μια γυναίκα να ξέρει σε ποια ηλικία θα μπει περίπου στην εμμηνόπαυση;
Τρία-τέσσερα χρόνια πριν από την οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως συνήθως ξεκινούν διαταραχές στον κύκλο, οι οποίες ονομάζονται περιεμμηνοπαυσιακές. Πριν ακόμη και από την περιεμμηνόπαυση, σε κάποιες γυναίκες ο κύκλος γίνεται μικρότερης διάρκειας (π.χ. από 28 ημέρες διαρκεί 24). Αυτό συνήθως σηματοδοτεί την πτώση της ωοθηκικής εφεδρείας (του αριθμού των ωαρίων της γυναίκας) και μπορεί να είναι προάγγελος εμμηνόπαυσης.
Σε ποια ηλικία θεωρείται ότι μια γυναίκα έχει πρόωρη εμμηνόπαυση και ποιοι παράγοντες παίζουν ρόλο σε αυτήν; Αντίστοιχα, ποιοι παράγοντες, αν υπάρχουν, επηρεάζουν την εμμηνόπαυση που συμβαίνει πιο αργά;
Σε πολλές γυναίκες η εμμηνόπαυση εμφανίζεται νωρίτερα από τα 45 χρόνια της ηλικίας, που θεωρείται το κατώτερο φυσιολογικό όριο. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται πρόωρη εμμηνόπαυση. Περίπου 1 στις 100 γυναίκες εμφανίζει διακοπή της εμμήνου ρύσεως πριν από τα 40 χρόνια της. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζεται πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια και εμφανίζεται πιο συχνά σε γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης, σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε γυναικολογικές επεμβάσεις, καθώς και σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία. Επίσης, πρόωρη εμμηνόπαυση παρουσιάζουν γυναίκες με γενετικές ανωμαλίες (π.χ. σύνδρομο Turner μωσαϊκό), καθώς και γυναίκες με φλεγμονή των ωοθηκών, οφειλόμενη σε αυτοαντισώματα (αντισώματα που παράγει ο οργανισμός εναντίoν των ίδιων του των κυττάρων).
Η καθυστερημένη εμμηνόπαυση, πέραν της κληρονομικότητας, συνήθως παρατηρείται σε υπέρβαρες γυναίκες, επειδή το λίπος παράγει οιστρογόνα που καθυστερούν την έλευση της εμμηνόπαυσης.
Με ποιον τρόπο μπορεί να επιβαρυνθεί η υγεία μιας γυναίκας από την πρόωρη ή την καθυστερημένη εμμηνόπαυση;
Η πρώιμη εμμηνόπαυση σχετίζεται με 3 έως 6 φορές αύξηση του κινδύνου για οστεοπόρωση και πρώιμη καρδιοπάθεια. Επίσης, σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για νοητική έκπτωση και άνοια. Στην καθυστερημένη εμμηνόπαυση συχνά παρατηρούνται ανώμαλες περίοδοι και αιμορραγίες, γι’ αυτό χρειάζεται επαρκής γυναικολογικός έλεγχος.
Πότε είναι απαραίτητο και πότε σκόπιμο να πάρει μια γυναίκα ορμονική υποκατάσταση; Και πώς θα πρέπει να την πάρει;
Η έλλειψη των οιστρογόνων στον οργανισμό δημιουργεί άμεσα συμπτώματα που ονομάζονται εμμηνοπαυσιακά ή κλιμακτηριακά. Τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι οι εξάψεις και οι εφιδρώσεις. Η έξαψη βιώνεται ως μια απότομη αύξηση της θερμοκρασίας του θώρακα και του προσώπου, που συνοδεύεται από ερυθρότητα και ταχυκαρδία. Όταν οι εξάψεις συμβαίνουν το βράδυ προκαλούν συχνές αφυπνίσεις. Άλλα συμπτώματα είναι η νευρικότητα, η κακή διάθεση, η αδυναμία συγκέντρωσης, η διαταραχή της μνήμης, η κόπωση, οι μυοσκελετικοί πόνοι και οι πονοκέφαλοι. Η οιστρογονική ανεπάρκεια οδηγεί επίσης σε ατροφία του κόλπου και των έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Αυτό οδηγεί σε μια σειρά συμπτωμάτων, όπως ξηρότητα, πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή, αίσθημα ερεθισμού και συχνές ουρολοιμώξεις που επανεμφανίζονται μετά το τέλος της αντιβιοτικής θεραπείας.
Οι γυναίκες που εμφανίζουν έντονα συμπτώματα χρειάζονται ορμονική θεραπεία (ΟΘ). Η ΟΘ είναι η υποκατάσταση των φυσιολογικών ορμονών που παράγει η ωοθήκη της γυναίκας στη μικρότερη δυνατή δόση. Σε γυναίκες με μήτρα χορηγείται συνδυασμός οιστραδιόλης και προγεστερόνης (οι δύο ορμόνες που εκκρίνονται φυσιολογικά σε μια γυναίκα που έχει δική της περίοδο), ενώ σε γυναίκες που έχουν αφαιρέσει τη μήτρα τους χορηγείται μόνο οιστραδιόλη. Η θεραπεία μπορεί να δοθεί σε μορφή χαπιών ή διαδερμικά (αυτοκόλλητα τσιρότα στο δέρμα ή με ζελέ που επαλείφεται στο δέρμα). Αν μια γυναίκα έχει συμπτώματα μόνο από το ουρογεννητικό σύστημα, τότε τα οιστρογόνα χορηγούνται στον κόλπο με μορφή κολπικών υπόθετων ή κολπικού ζελέ.
Ποιες είναι οι αντενδείξεις για την ορμονική υποκατάσταση;
Η ορμονική θεραπεία αντενδείκνυται σε γυναίκες με ιστορικό καρκίνου του μαστού, καρκίνου του ενδομητρίου ή των ωοθηκών προχωρημένου σταδίου, ενεργό ηπατοπάθεια ή θρομβοεμβολική νόσο.
Ποια τα οφέλη και ποιοι οι πιθανοί κίνδυνοι από την ορμονική υποκατάσταση;
Η ορμονική θεραπεία θεραπεύει αποτελεσματικότατα όλα τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα, όπως εξάψεις, διαταραχές ύπνου, αρθραλγίες, νευρικότητα, κόπωση, αδυναμία απόδοσης στην καθημερινότητα και καταθλιπτικά συμπτώματα. Η ορμονική θεραπεία επίσης θεραπεύει όλα τα συμπτώματα που σχετίζονται με την ατροφία του ουρογεννητικού συστήματος. Η ορμονική θεραπεία παράλληλα προσφέρει προστασία από την αυξημένη οστική απώλεια που παρατηρείται τα πρώτα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση και εμποδίζει την αύξηση βάρους και την εμφάνιση ατροφιών δέρματος και μυών λόγω της έλλειψης των οιστρογόνων.
Οι γυναίκες που κάνουν μακροχρόνια χρήση συνδυασμένης ορμονικής θεραπείας (οιστρογόνα+συνθετικά προγεσταγόνα), συνήθως πάνω από 5 χρόνια, μπορεί να έχουν ελαφρά αυξημένο τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Σε απόλυτους αριθμούς, όμως, ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού είναι εξαιρετικά μικρός: 2-4 επιπλέον περιστατικά ανά 1.000 γυναίκες. Χρησιμοποιώντας όμως φυσικές ορμόνες στη μικρότερη δυνατή δόση, πρακτικά ελαχιστοποιούμε τον κίνδυνο σε κλινικό επίπεδο. Όσον αφορά τη φλεβική θρόμβωση, ο κίνδυνος αφορά τη θεραπεία με χάπια και κυρίως εντοπίζεται στις καπνίστριες υψηλού σωματικού βάρους. Το πρόβλημα της φλεβικής θρόμβωσης μπορούμε να το παρακάμψουμε χρησιμοποιώντας διαδερμική θεραπεία (αυτοκόλλητα επιθέματα στο δέρμα), τα οποία, σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, δεν αυξάνουν τον κίνδυνο θρόμβωσης.
Αν μια γυναίκα δεν μπορεί να πάρει ορμονική υποκατάσταση τι μπορεί να κάνει ώστε να αμβλυνθούν τα συμπτώματά της (π.χ. κολπικά οιστρογόνα);
Αν μια γυναίκα δεν θέλει ή έχει αντενδείξεις να πάρει συστηματικά ορμονική υποκατάσταση και έχει συμπτώματα ουρογεννητικής ατροφίας, μπορεί να πάρει τοπική ορμονική θεραπεία με κολπικά οιστρογόνα χαμηλής δοσολογίας. Τα σκευάσματα αυτά δεν διέρχονται πρακτικά στο αίμα, αλλά δρουν τοπικά. Έτσι οι γυναίκες μπορούν να κάνουν μακροχρόνια χρήση χωρίς φόβο για πιθανές παρενέργειες.
Τι συμβαίνει με τα διάφορα φυτικά/εναλλακτικά σκευάσματα που χρησιμοποιούν κάποιες γυναίκες; Είναι ασφαλή;
Ως εναλλακτική θεραπεία του κλιμακτηριακού συνδρόμου χρησιμοποιούνται τα φυτοοιστρογόνα. Πρόκειται για ουσίες που βρίσκονται σε φυτά, όπως η σόγια, και έχουν ασθενή οιστρογονική δράση. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε γυναίκες με φυσιολογική εμμηνόπαυση και ήπια συμπτώματα. Τα περισσότερα τυποποιημένα συστηματικά σκευάσματα έχουν δεδομένα ασφάλειας έτους ή το πολύ διετίας, συνεπώς η μακροχρόνια χρήση τους δεν μπορεί να συστηθεί με ασφάλεια. Επίσης, όσον αφορά την ουρογεννητική ατροφία, υπάρχουν μη ορμονικά ενυδατικά σκευάσματα τα οποία χρησιμοποιούνται κολπικά και ανακουφίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό τα συμπτώματα της ατροφίας.
Διάβασε το άρθρο ΕΔΩ