Ο Βρετανός κωμικός Michael McIntyre έχει πει: «Ποτέ δεν αγαπάω περισσότερο τα παιδιά μου από όταν είναι αναίσθητα, αλλά ακόμα αναπνέουν…» Ποια μαμά δεν έχει σκεφτεί πόσο αγαπάει τα… κοιμισμένα παιδιά της; Πόσο μάλλον τώρα στην εποχή της καραντίνας. Ή μήπως τώρα θα τα αγαπούσαμε περισσότερο αν απλά έλειπαν από το σπίτι;
Της Άννας Δάλλα
Ποτέ δεν αγαπάω περισσότερο τα παιδιά μου από τη στιγμή που περνάνε την πόρτα του σχολείου τους το πρωί κι εγώ τους φωνάζω «καλό μάθημα!» καθώς τρέχω να γυρίσω στο σπίτι να προλάβω να κάνω όσα περισσότερα μπορώ μέχρι να έρθει η ώρα να σχολάσουν. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσες φορές έχω φαντασιωθεί αυτήν τη σκηνή τους περασμένους μήνες. Όλα αυτά, καθώς μαγειρεύω και σερβίρω, τους λέω να πλύνουν τα χέρια τους –τουλάχιστον 10 φορές την ημέρα–, τακτοποιώ και πλένω πιάτα, τους λέω να σταματήσουν να τσακώνονται, τους λέω να διαβάσουν, ακούω όλα τους τα παράπονα, βάζω πλυντήρια, τους κανονίζω online συναντήσεις και συνομιλίες με τους φίλους τους, τη γιαγιά και τον παππού, τη νονά που γιορτάζει, ενώ παράλληλα φωτογραφίζω και στέλνω τις εργασίες στη δασκάλα και τέλος τα παρακαλάω να πάνε για ύπνο ενώ εκείνα εξανίστανται ότι δεν νυστάζουν. Εννοείται ότι όλο αυτό το διάστημα συνεχίζω να δουλεύω κανονικά, από το σπίτι. Αναρωτιέμαι γιατί θεωρούσα ότι έκανα πάρα πολλά ως εργαζόμενη μαμά πριν ξεκινήσει η πανδημία. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, νομίζω ότι σε όλη αυτή την περίοδο του lockdown κάνω περισσότερα και είμαι πιο κουρασμένη ακόμα κι από την εποχή που τα παιδιά μου ήταν νεογέννητα. Τουλάχιστον τότε ερχόταν η γιαγιά και βοηθούσε. Τώρα τη βλέπουμε μόνο στο Skype.
Διαβάζω τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης έρευνας από το Κέντρο Εξαρτήσεων και Ψυχικής Υγείας του Καναδά, που έδειξε ότι οι γονείς με παιδιά κάτω των 18 ετών, και κυρίως οι μητέρες, είναι εντελώς δυσανάλογα πιο πιθανό να αναφέρουν νέα ή εντονότερα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης που σχετίζονται με την πανδημία και τις συνθήκες τις οποίες όλοι βιώνουμε. Σίγουρα πρόκειται για ανησυχητικά αποτελέσματα. Μας εκπλήσσουν όμως; Όχι βέβαια.
Όταν –εκτός από τον εαυτό μου– φέρνω στον νου μου διάφορες φίλες και γνωστές μου, κατανοώ πόσο πιεστική υπήρξε αυτή η πρωτόγνωρη κατάσταση ειδικά για τις μητέρες. Εκείνες που έμειναν στο σπίτι με ένα νεογέννητο ή, ακόμα χειρότερα, με ένα νεογέννητο και ένα νήπιο, χωρίς βοήθεια –γιατί οι γιαγιάδες και οι παππούδες έπρεπε να προσέξουν–, που δεν μπορούσαν να πάνε βόλτες, να συναντήσουν φίλες τους ή ακόμα και να αφιερώσουν λίγο χρόνο στον εαυτό τους όταν κάποιος άλλος κρατούσε το μωρό. Εκείνες που χρειάστηκε να αφήσουν τα παιδιά τους μόνα στο σπίτι αγωνιώντας γιατί έπρεπε να πάνε στη δουλειά τους και δεν ήταν ασφαλές λόγω του κορωνοϊού να έρθει κάποιος εκτός σπιτιού να τα προσέχει. Εκείνες που δεν είδαν τα παιδιά τους για μήνες ολόκληρους επειδή εκείνα είναι ενήλικα και ζουν σε άλλο σπίτι, σπουδάζουν μακριά, δουλεύουν μακριά, έχουν τη δική τους οικογένεια. Εκείνες που έχασαν τη δική τους μαμά, μπαμπά ή ακόμα χειρότερα το παιδί τους σε αυτή την περίοδο και δεν μπόρεσαν καν να αποχαιρετήσουν τον άνθρωπό τους όπως θα ήθελαν.
Όλες οι μαμάδες περάσαμε δύσκολα σε αυτήν τη συνθήκη, η καθεμία για τους δικούς της λόγους ή παρόμοιους με της διπλανής της. Για άλλη μία χρονιά οι μαμάδες κερδίσαμε το δικαίωμα να μας γιορτάσουν επάξια στη γιορτή της μητέρας. Μαγειρέψαμε, ανησυχήσαμε, συμβουλέψαμε, ακούσαμε, τακτοποιήσαμε, πλύναμε, παρηγορήσαμε, είπαμε «κι αυτό θα περάσει» στον εαυτό μας, στην οικογένειά μας και στα παιδιά μας αμέτρητες φορές. Κι αν μερικές φορές εκνευριστήκαμε ή είπαμε δεν αντέχουμε άλλο ή βάλαμε τις φωνές ή μας έπιασαν τα κλάματα ή φτιάξαμε τοστ αντί για παστίτσιο ή αφήσαμε τα παιδιά να φάνε περισσότερα γλυκά, να δουν περισσότερη τηλεόραση και να παίξουν πιο πολλές ώρες βιντεοπαιχνίδια, να μας αγαπάτε τις μαμάδες, γιατί έστω και στην πανδημία, έστω και χωρίς αγκαλιές, έστω και χωρίς βόλτες, είμαστε τα κουμπιά που κρατάμε τα πάντα ενωμένα…