fbpx

Διακοπές στα χρόνια της κρίσης


Το ακούμε και το λέμε όλο και πιο συχνά: «Θα δυσκολευτούμε φέτος να πάμε διακοπές. Φταίει η κρίση». Αν το σκεφτούμε, όμως, καλύτερα, δεν είναι τα πρώτα καλοκαίρια κρίσης που περνάμε. Ακόμα κι αν οι Έλληνες για κάποια χρόνια δοκιμάσαμε τη «χλιδή», σίγουρα δεν μεγαλώσαμε σε all inclusive ξενοδοχεία, ούτε πίνοντας κοκτέιλ δίπλα στην πισίνα. Μεγαλώσαμε με καρπούζια που τα έβαζαν οι μεγάλοι στη θάλασσα να κρυώσουν, όταν μας καμάρωναν να παίζουμε με τις ώρες στην άμμο και τη θάλασσα, κάτω από λουλουδάτες ομπρέλες που είχαν κουβαλήσει και στήσει στις παραλίες των παιδικών μας χρόνων. Μάλλον ήρθε η ώρα να τις ξαναβρούμε!

Της Άννας Δάλλα

Ήταν καλοκαίρι του 1993 και οι περισσότεροι από τους φίλους είχαμε μόλις περάσει στο Πανεπιστήμιο. Σχέδια για διακοπές, πέρα από τον Αύγουστο με τους γονείς, τα αδέρφια και τους παππούδες στο χωριό, όσοι είχαμε χωριό, δεν υπήρχαν. Όχι ότι δεν υπήρχε διάθεση. Διάθεση υπήρχε και μάλιστα πολλή, αλλά δεν υπήρχε η κινητήριος δύναμη… Ο Ιούλιος θα περνούσε στην Αθήνα. Καπέλα, ψάθες, νερό και σάντουιτς, που μας έφτιαχναν οι μαμάδες πριν φύγουμε από το σπίτι, λεωφορείο προς παραλιακή, στάση στα Λιμανάκια, θάλασσα, κοκορομαχίες, ηλιοθεραπεία… Μέχρι να δύσει ο ήλιος και να πιάσει το αεράκι και να κρυώνουμε, με τα παρεό ριγμένα στους ώμους και τα αγόρια να μας αγκαλιάζουν για να ζεσταθούμε.

Μια μέρα, όμως, η Κατερίνα μάς ανακοίνωσε ότι υπήρχε μεγάλο, άδειο σπίτι στην Οία στη Σαντορίνη, φίλων των γονιών, που ζουν στο εξωτερικό και μας το δίνουν να πάμε διακοπές. Πότε βρεθήκαμε 17 άτομα να θαυμάζουμε το ηλιοβασίλεμα από τη βεράντα του υπόσκαφου σπιτιού –που είχε μόνο πηγάδι και όχι τρεχούμενο νερό και μύριζε υγρασία, με αποτέλεσμα να ξυπνάμε με τα sleeping bags βρεγμένα κάθε πρωί– ούτε το κατάλαβε κανείς. Πότε ξοδέψαμε τα λεφτά μας, που δεν ήταν αρκετά για τυρόπιτα κάθε πρωί και για σουβλάκια κάθε απόγευμα, και βρεθήκαμε στο λιμάνι να διαπραγματευόμαστε πώς θα γυρίσουμε στον Πειραιά και πάλι δεν το κατάλαβε κανείς. Η ξαδέρφη μου κι εγώ φτάσαμε μέχρι την Πάρο, που ήταν οι γονείς μου διακοπές, και ακόμα θυμάμαι τη γεύση από τα κεφτεδάκια με τις τηγανητές πατάτες που μας κέρασαν στην ταβέρνα.

Η Σαντορίνη, όμως, και εκείνα τα χάμπουργκερ που μοιραζόμασταν, το περπάτημα κάτω από τον ήλιο για να φτάσουμε στις παραλίες και η αναμονή για το πρώτο πρωινό λεωφορείο για να γυρίσουμε σπίτι μετά τη βραδινή έξοδο –γιατί λεφτά για εστιατόρια, αυτοκίνητα και άλλες πολυτέλειες δεν υπήρχαν– είναι χαραγμένα στη μνήμη όλων μας και τα αναπολούμε κάθε φορά που βρισκόμαστε. Το ίδιο και τα καλοκαιρινά μπάνια στα Λιμανάκια, τα θερινά σινεμά, οι μπίρες στα παγκάκια στις πλατείες…

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές στο εξωτερικό και έξω βρέχει, δεν θυμάμαι χλιδάτες διακοπές σε resort ή σε εξωτικούς προορισμούς. Αναπολώ ακόμη όλα εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια που καθόμασταν στο στενό μπαλκόνι στο σπίτι που μεγάλωσα, με τις πράσινες τέντες και τις λουλουδάτες υφασμάτινες πολυθρόνες, και τρώγαμε «οικογενειακό παγωτό» σε διάφανα γυάλινα μπολ.

Η γνώμη του ειδικού

Σχολιάζει η Δρ. Ναταλία Κουτρούλη, MSc, ψυχολόγος Υγείας, με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία και τη Συμβουλευτική, διευθύντρια του Κέντρου Εφαρμοσμένης Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής.

Αναμφίβολα, τα τελευταία χρόνια το οικονομικό τοπίο στην Ελλάδα έχει αλλάξει αισθητά. Η ευημερία –έστω και πλασματική– των περασμένων δεκαετιών έχει περιοριστεί για τους περισσότερους συντοπίτες μας. Όμως, οι συνήθειες και οι αντιλήψεις που σχηματίστηκαν από τα χρόνια της οικονομικής ανόδου φαίνεται να μην έχουν αναθεωρηθεί, για να ταιριάξουν στα σημερινά δεδομένα. Και το γεγονός αυτό προκαλεί μελαγχολία σε αρκετούς ανθρώπους. Αυτό που χρειάζεται είναι μια αλλαγή στην αντίληψη των πραγμάτων, έτσι ώστε να βελτιωθεί η διάθεση και να μάθουμε να απολαμβάνουμε τη ζωή μας ανεξάρτητα από την οικονομική μας κατάσταση.

Στη δεκαετία του ’90 και του 2000, εντάχθηκε στην καθημερινότητά μας η έννοια του lifestyle και προσδόθηκε τεράστια σημασία στην ανάγκη για μια ζωή με υψηλό κόστος, όπως τα επώνυμα ρούχα, το ακριβό σπορ αυτοκίνητο, οι διακοπές σε πολυτελή ξενοδοχεία, τα συχνά ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς και άλλες πολλές αποδείξεις ενός υψηλού βιοτικού επιπέδου. Η ευτυχία και η διασκέδαση συνδέθηκαν με τη σπατάλη και την επίδειξη του πλούτου. Ως εκ τούτου, οι μικρές απολαύσεις και η απλότητα στον τρόπο διαβίωσης ξεχάστηκαν, αγνοήθηκαν, έως και στιγματίστηκαν. Εφόσον, όμως, οι οικονομικές συνθήκες πλέον δεν ευνοούν την υπερκατανάλωση, είναι σημαντικό να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε στα δεδομένα, για να ανακαλύψουμε τη χαρά, την ξεκούραση και την ευδαιμονία ανεξαρτήτως χρημάτων. Καιρός να ξαναθυμηθούμε τις έννοιες αυτές και να ανασύρουμε από τη μνήμη μας τις εποχές που οι διακοπές δεν συνοδεύονταν από ποσότητα, αλλά από ποιότητα.

Οι διακοπές, στην ουσία, αποτελούν ένα διάλειμμα από την καθημερινότητα, από τη ρουτίνα και από το πρόγραμμα. Η ανάγκη για σωματική και ψυχική ξεκούραση μπορεί να καλυφθεί και μόνο από την αλλαγή στο ωράριό μας ή από την καλοκαιρινή μας άδεια που μας επιτρέπει να κοιμηθούμε περισσότερο, να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε τη συντροφιά αγαπημένων προσώπων. Η ανάγκη για ψυχαγωγία μπορεί να ικανοποιηθεί με απλές βόλτες, θερινό σινεμά, συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις χωρίς ιδιαίτερη οικονομική επιβάρυνση. Ενώ, η φυγή από την πόλη μπορεί να πραγματοποιηθεί με οικονομικούς τρόπους, όπως οι διακοπές στο χωριό, σε σπίτια φίλων ή σε λιγότερο εμπορικά μέρη. Οι διακοπές δεν χρειάζεται να είναι πολυδάπανες για να είναι απολαυστικές. Αρκεί να μοιράζεται κανείς τον χρόνο του με άτομα που επιλέγει και να δίνει βαρύτητα στην ουσία και όχι στο φαίνεσθαι. Χρειάζεται να αναλογιστούμε τις πραγματικές και όχι τις επίπλαστες ανάγκες μας και να αναθεωρήσουμε τη φιλοσοφία που θέλει την υπερκατανάλωση και την επίδειξή της να αποτελούν στόχο της ζωής μας.

Στις φετινές διακοπές μας, ας επιλέξουμε ως προορισμό την ευτυχία που μας χαρίζουν οι απλές στιγμές και η σύνδεσή μας με τις καταβολές μας.